Δελφίδιος

Δελφίδιος
Δελφίδιος, ο (Α)
ο Δελφίνιος (Απόλλων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς*. Δωρ. τ. τού επιθ. Δελφίνιος (βλ. δελφίνιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δελφίδιος Άττιος Τίρων — (4ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ρήτορας και ποιητής. Ο Δ. ήταν εθνικός και το πρώτο έργο του ήταν ένας ύμνος στον Δία. Αργότερα ασχολήθηκε και με το έπος, ενώ είχε λαμπρές επιδόσεις και στη ρητορική. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαγνέντιου (350 353 μ.Χ.) ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”